ετερόγονος

ετερόγονος
-η, -ο (Μ ἑτερόγονος, -ον)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε από γονείς διαφορετικού είδους, όπως ο ημίονος
2. (για άνθη) αυτός που διαφέρει από το είδος από το οποίο προήλθε
μσν.
ετερογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + γόνος, πρβλ. εύ-γονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑτερόγονον — ἑτερόγονος masc/fem acc sg ἑτερόγονος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογόνοις — ἑτερόγονος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογόνου — ἑτερόγονος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογόνων — ἑτερόγονος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόγονοι — ἑτερόγονος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Heterogonie — Der Begriff Heterogonie (Gr. έτερογονος [heterogonos], aus: έτερος [heteros],verschieden und γίγνομαι [gignomai], entstehen) bezeichnet: in der Biologie einen Generationswechsel, in der Psychologie die Entstehung von Zwecken aus sich verändernden …   Deutsch Wikipedia

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετεροειδογενής — ές (για ημίονο και ορισμένα φυτά) αυτός που γίνεται από ετεροειδείς, ο ετερόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροειδής + γενής (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μπάμπη Άννινο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”