ἑτερόγονον — ἑτερόγονος masc/fem acc sg ἑτερόγονος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογόνοις — ἑτερόγονος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογόνου — ἑτερόγονος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογόνων — ἑτερόγονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόγονοι — ἑτερόγονος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heterogonie — Der Begriff Heterogonie (Gr. έτερογονος [heterogonos], aus: έτερος [heteros],verschieden und γίγνομαι [gignomai], entstehen) bezeichnet: in der Biologie einen Generationswechsel, in der Psychologie die Entstehung von Zwecken aus sich verändernden … Deutsch Wikipedia
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροειδογενής — ές (για ημίονο και ορισμένα φυτά) αυτός που γίνεται από ετεροειδείς, ο ετερόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροειδής + γενής (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μπάμπη Άννινο] … Dictionary of Greek